σπέος

σπέος
και επικ. τ. σπεῑος, τὸ, Α
βαθιά σπηλιά, σπήλαιο (α. «ὑπό τε σπέος ἤλασε μῆλα», Ομ. Ιλ.
β. «νύμφη πότνι' ἔρυκε Καλυψώ... ἐν σπέεσι γλαφυροῑσι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο οποίος πρέπει να συνδέεται με τη λ. σπήλαιον*. Ο επικ. τ. σπεῖος με μετρική έκταση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σπέος — cavern neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σπέος Αρτέμιδος — Ονομασία που έδωσαν οι αρχαίοι Έλληνες στο λαξευμένο σε βράχο ιερό της θεάς λέαινας Βαστ ή Μπαστ (Βούβαστις). Το ιερό αυτό βρισκόταν κοντά στους περίφημους τάφους του Μπένι Χάσαν, κοντά στη σημερινή πόλη Μίνια της Αιγύπτου και στην ανατολική όχθη …   Dictionary of Greek

  • σπέει — σπέος cavern neut nom/voc/acc dual (attic epic) σπέεϊ , σπέος cavern neut dat sg (epic ionic) σπέος cavern neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπέη — σπέος cavern neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σπέος cavern neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπεῖος — σπέος cavern neut nom/voc/acc sg (epic) σπεῖος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπείων — σπέος cavern neut gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπέεα — σπέος cavern neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπέεος — σπέος cavern neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπέεσι — σπέος cavern neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπέεσσι — σπέος cavern neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”