- σπέος
- και επικ. τ. σπεῑος, τὸ, Αβαθιά σπηλιά, σπήλαιο (α. «ὑπό τε σπέος ἤλασε μῆλα», Ομ. Ιλ.β. «νύμφη πότνι' ἔρυκε Καλυψώ... ἐν σπέεσι γλαφυροῑσι», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο οποίος πρέπει να συνδέεται με τη λ. σπήλαιον*. Ο επικ. τ. σπεῖος με μετρική έκταση].
Dictionary of Greek. 2013.